Οι κάλοι της Κλάρας
Μετά από αυτή τη συζήτηση μαζί με τους γονείς τους πήγαν στο σπίτι τους. Εκεί η Κλάρα πέταξε τα παπούτσια από το μπαλκόνι και αυτά εκσφεντονίστηκαν σε ένα κήπο. Στον κήπο υπήρχαν πολλά περιστέρια , ένα από αυτά τα βρήκε και της τα άφησσε στο παράθυρό της. Όταν τα είδε η Κλάρα άρχισε να φωνάζει και να στριγγλάει. - Τι έγινε; ρώτησαν η μαμά και ο μπαμπάς . - Βρήκα τα μαύρα παλιοπάπουτσα που πέταξα από το μπαλκόνι, στην παραθυρόπλακα!!! - Μα γιατί τα πέταξες αυτά τα φτηνά παπούτσια , είπε η μαμά της. Μετά από αυτό τον τσακωμό έρχεται ο αδερφός της και της λέει: - Έχω μια τεράστια απορία. - Τι απορία έχεις χρυσό μου αγοράκι; ρώτησε η μαμά. - Θέλω να μου πείτε αν η γριά πάει στην Κόλαση και τη ψήσουν τα διαβολάκια ή στον Παράδεισο; αναρωτήθηκε η μικρός αδελφός της Κλάρας. - Τι λες παιδί μου και φυσικά θα πάει στην Κόλαση, να την περιποιηθούν τα διαβολάκια, απάντησε η μαμά. - Θα ασχοληθείτε καθόλου και με μένα; ή μόνο με αυτό το νιάνιαρο, τους ρώτησε. Οι γονείς της με τον αδελφό της δεν της έδωσαν σημασία. Το βράδυ ο αδελφός της σηκώθηκε και πέταξε τα παπούτσια στα σκουπίδια. Το άλλο πρωί ο ίδιος σηκώθηκε πρώτος περιμένοντας να περάσει το σκουπιδιάρικο , όμως παρόλο που περίμενε μια ώρα αυτό δεν φάνηκε. Πήγε μέσα και άνοιξε την τηλεόραση, ξαφνικά εκεί που άλλαζε τα κανάλια βλεπει ότι τα σκουπιδιάρικα είχαν απεργία. Η Κλάρα βλέποντας να λείπουν τα παπούτσια της άρχισε να φωνάζει: - Μήπως μου πήρες κανείς τα παπούτσια; Έρχεται η μαμά της και της λέει: - Δεν τα ήθελες έτσι κι αλλιώς τι σε νοιάζει; - Μα εγώ ήθελα να τα πετάξω, όχι άλλος, άλλωστε είχα δεθεί μαζί τους . Πετάγεται και της λέει ο αδελφός της: - Εγώ τα πέταξα για να σε διευκολύνω και να τα ξεφορτωθείς μια ώρα αρχίτερα. Το επόμενο πρωί η μαμά της πήγε και της αγόρασε κάτι άλλα παπούτσια. - Μαμά τι έκανες πάλι, σου είπα ότι δεν θέλω να ξαναδώ ποτές μαύρα παπούτσια, τα ίδια θα έχουμε πάλι;είπε η Κλάρα και άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά που ακούστηκε μέχρι τα Ιμαλάια. |